- εὐαλαζόνευτος
- εὐ-αλαζόνευτος, womit man sich leicht rühmen kann
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευαλαζόνευτος — εὐαλαζόνευτος, ον (Α) (για πράξεις ή καταστάσεις) αυτός για τον οποίο είναι συνηθέστερο ή ευχερέστερο να καυχάται κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αλαζονεύομαι] … Dictionary of Greek
εὐαλαζόνευτον — εὐαλαζόνευτος easy to pretend about masc/fem acc sg εὐαλαζόνευτος easy to pretend about neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαλαζόνευτα — εὐαλαζόνευτος easy to pretend about neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)